ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Τις καθημερινές, οι κάτοικοι από το πρωί βρισκόταν στις δουλειές τους. Ήταν αγρότες, κτηνοτρόφοι ή αλιείς και στη μεγάλη αποθήκη της παραλίας λέντιζαν τα παραγάδια τους. Κάποιοι άλλοι ήταν αγωγιάτες όπως ο Γρηγόρης ο Πλωμαρίτης που με καΐκι έφερνε ξυλεία από το Άγιο Όρος, ο Θεοδωράκογλου Κυριάκος και ο Γιάννης Καβαλάρης όπου μετέφεραν σιτάρι και κουκιά στη Μυτιλήνη και αγόραζαν από εκεί λάδι. Επίσης, έκανε μεταφορές στη Θεσσαλονίκη με το κάρο του ο Παναγιώτης ο Κρεμμύδας και ο Λάμπρος ο Καραβάς μετέφερε τον κόσμο με το καΐκι του. Κάποιοι άλλοι ήταν κουρείς στο χωριό όπως ο Γιώργος Γιαννουλάκης, ο Ιάσων Δεληγιάννης (Γιασάς), ο Νίκος Κωστέας (Τσίφτης), ο Βαγγέλης Χατζηδημητρίου (Αιτίας). Συνήθως οι γυναίκες βοηθούσαν τους άντρες τους στις αγροτικές δουλειές, θέριζαν τα στάρια με το δρεπάνι, μάζευαν σουσάμια και καπνά.
Τα νεότερα χρόνια, οι κάτοικοι εργάζονται ως υπάλληλοι στις αγροτικές φυλακές της Κασσάνδρας. Επίσης, λόγω του τουρισμού άνοιξαν πολλά ξενοδοχεία τα οποία απασχολούν άνδρες και γυναίκες του χωριού. Φυσικά η αλιεία και η γεωργία δεν έχει σταματήσει να υπάρχει. Πολλοί είναι οι ψαράδες και οι γεωργοί του χωριού.
Το κάθε σπίτι είχε τα οικόσιτα ζώα του, άλογα, βόδια, κότες και κατσίκες. Οι γυναίκες έπρεπε να ανάψουν φωτιά με ξύλα για να μαγειρέψουν το φαγητό και τα οικιακά σκευή γίνονταν μαύρα από την καπνιά. Το φαγητό όμως ήταν νοστιμότατο. Επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό άρα και ψυγεία, αποθήκευαν το φαγητό στο φανάρι. Το φανάρι ήταν ένα ξύλινο κουτί με σίτα που ήταν κρεμασμένο σε κάθε κουζίνα και έβαζαν το περίσσευμα του φαγητού. Αργότερα μαγείρευαν στην πετρογκάζ με μποτίλια σε άλλα σκεύη όπου περνούσε ο γανωματής (ο Λάζαρος και ο Παρθένης) και τα γάνωνε. Για να πλύνουν τα ρούχα τους άναβαν φωτιά και σε ένα μεγάλο καζάνι ζέσταιναν το νερό που θα χρησιμοποιούσαν για την πλύση. Η μπουγάδα γίνονταν με στάχτη αντί για απορρυπαντικό. Τις βελέντζες και τα χοντρά ρούχα τα έπλεναν στη θάλασσα. Για να τα σιδερώσουν, πριν να έρθει το ηλεκτρικό, έβαζαν στο σίδερο κάρβουνο και τα σιδέρωναν. Το ψωμί έπρεπε να το ζυμώσουν μόνες τους μία φορά την εβδομάδα. Να ανάψουν το φούρνο με ξύλα και να φουρνίσουν το ψωμί για να ψηθεί. Στη συνέχεια το έβαζαν σ’ ένα κρεμαστό ράφι σαν κούνια, το σκέπαζαν με καθαρά τραπεζομάντηλα και το έτρωγαν στη διάρκεια της εβδομάδας. Αργότερα έγινε ο φούρνος του Νάσου και έπαιρναν από εκεί το ψωμί.
Μετά από φθινοπωρινή βροχή έβγαιναν στους αγρούς και μάζευαν σαλιάγκους (σαλιγκάρια) τους άφηναν ένα μερόνυχτο σκεπασμένους να βγάλουν τα σάλια τους και μετά τους έψηναν με κρεμμύδια και σάλτσα σαν στιφάδο.
Απαραίτητη εργασία στο τέλος του καλοκαιριού ήταν το φτιάξιμο του τραχανά με ξινισμένο πρόβειο γάλα και αλεύρι. Τον άφηναν να ξινίσει, τον έκοβαν κομματάκια, τον ξέραιναν απλώνοντας τον σε τραπεζομάντηλα σε μέρος που φυσούσε και τον έτριβαν πολύ λεπτό σαν σκόνη. Εξασφάλιζαν δηλαδή μια ωραία σούπα για το χειμώνα. Με παρόμοιο τρόπο έφτιαχναν γιοφκάδες, κουσκούς και φιδέ. Επίσης ξέραιναν τα σταφύλια στα κεραμίδια των σπιτιών τους και τα ράντιζαν με γαλαζόπετρα για την παρασκευή σταφίδας. Ετοίμαζαν δηλαδή τα «γεμεκλίκια τους» για τον επερχόμενο χειμώνα
Η ζωή ήταν κοπιαστική, αλλά οι γυναίκες έκαναν τις δουλειές σιγοτραγουδώντας, αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες με αισιοδοξία. Η πρώτη δουλειά κάθε πρωί ήταν να καθαριστεί το γυαλί της γκαζόλαμπας. Τις βραδινές ώρες, αν είχαν χρόνο, έκαναν τις βεγγέρες, δηλαδή τις επισκέψεις σε σπίτια συγγενών ή φίλων, όλη η οικογένεια, όπου οι γυναίκες έκαναν «νυχτέρια», κεντούσαν δηλαδή τις προίκες των κοριτσιών, χωρίς ηλεκτρικό με τη γκαζόλαμπα.
Οι γεροντότεροι, διηγούνταν μακροσκελή παραμύθια που διαρκούσαν ως και τρία βράδια για να μεγαλώνει η αγωνία των παιδιών και των μεγάλων. Ήταν κάτι σαν τις σημερινές καθημερινές σειρές της τηλεόρασης. Πολύ συχνά οι βεγγέρες εξελισσόταν σε γλέντι χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία. Απλά έτρωγαν παστά που είχαν φτιάξει μόνοι τους ή έσφαζαν μια κότα για μεζέ και χτυπούσαν έναν τενεκέ (τουμπελέκι) χρησιμοποιώντας το σαν μουσικό όργανο που συνόδευε τραγούδια.
Για να ψωνίσουν από τα μπακάλικα του χωριού τα παλαιότερα χρόνια αντάλλασσαν είδος με είδος (π.χ. έδιναν στάρι και αγόραζαν ρύζι). Αργότερα ο τρόπος άλλαξε. Όλοι είχαν από ένα τεφτέρι (ένα μικρό τετραδιάκι) όπου έγραφαν τα πράγματα που αγόραζαν και όταν πληρώνονταν από τις σοδειές ξοφλούσαν το χρέος στον μπακάλη. Γνωστά μπακάλικα του χωριού ήταν του Πασχάλη και της Κλειώς, του Νασλή, του Σωκράτη (όταν ήταν νευριασμένος φορούσε το καπέλο του ανάποδα και οι πελάτες δεν πήγαιναν να ψωνίσουν), της Βαγγέλαινας, του Χριστοδούλου ( Τζάλκου), του Μιλτιάδη, του Θεοδωράκογλου Κυριάκου (Κυριακάκη), του Καρνή Νίκου και του Παναγιώτη Θάνου.
Για να ψωνίσουν το κρέας τους, πριν γίνουν τα κρεοπωλεία, (του Θάνου Παναγιώτη, του Παράσχου Μακρή, του Μπίμπαση και του Τσίγγου) προπλήρωναν το κρέας που θα αγόραζαν σε αυτόν που είχε το ζώο, (όπως ο Τρύπατζης που το κρεμούσε στο δέντρο) και αφού συμπληρωνόταν τα κιλά τότε το έσφαζε και το μοίραζε στις οικογένειες που το είχαν προπληρώσει.
Τα νέα του χωριού τα φώναζε ο Ανέστος, ο τελάλης, ένας άνθρωπος με πολλή δυνατή φωνή όπου στα ψηλότερα σημεία του χωριού έβγαζε ανακοινώσεις. «Εεεεεεεεε……… παιδιά στου Γκυντιλά το καφενείο ήρθε ένας πραματευτής και πουλάει παπούτσια.»
Στο χωριό από πολύ παλιά υπήρχαν δύο ξενοδοχεία, του Σωκράτη Κωστάκη (Κολιού) και του Ζαφείρη του Καλούδη. Αυτός είχε και ψιλικατζίδικο όπου ο κυρ Ζαφείρης και η κυρία Αδαμαντία πουλούσαν σπόρια στο χωνάκι που έφτιαχναν από εφημερίδες, γλειφιτζούρια πετειναράκια, καραμέλες μαντζούνια, φλόκες με την αγελαδίτσα, χύμα τσιγάρα (Ματσάγγος) κ.α.
Τα απογεύματα οι άντρες πήγαιναν στα καφενεία του χωριού ή της παραλίας, στου Κωστάκη, στου Βασίλογλου, στο «Δροσίτη» του Καράβα Λάμπρου και στου Μανόλη Βασιλειάδη (Γλάστρα) ή στα καφενεία της πλατείας όπως του Τσούμπα Τάσου, του Αποστολάκη (Μπίμπαση), του Γκυντιλά, του Καμπέρη (Μαϊντανού) όπου έπαιζαν πρέφα, κουτσομπόλευαν και έβγαζαν παρατσούκλια.
Στη δεκαετία του 60 συνήθως οι γυναίκες έμεναν στο σπίτι και ασχολούνταν με τα οικιακά και το μεγάλωμα των παιδιών τους. Έκαναν τις δουλειές του σπιτιού βάζοντας δυνατά το ραδιόφωνο για να ακούσουν την καθημερινή ραδιοφωνική σειρά «Το Σπίτι των Ανέμων» με τον Λαμπίρη και την Τζοβάννα.
Τα αρώματα και τις κολόνιες τους τα ψώνιζαν από τον κύριο Χρίστο Μάγιατζη που περνούσε με το αυτοκινητάκι του φορτωμένο με κάθε είδους μπιζού και καλλυντικά και τις προίκες των κοριτσιών από τον Παναγιώτη Βασίλογλου που τις μετέφερε με σούστα.
Το καλοκαίρι όλοι έκαναν μπάνια στη θάλασσα και η παραλία ήταν χωρισμένη στα δύο. Την πλαζ «μπικίνι», όπου πήγαιναν οι νέοι του χωριού και την πλαζ «κομπινεζόν» όπου λούονταν οι γριές του χωριού. Κάθε μεσημέρι ερχόταν παγωτατζής στο χωριό και πουλούσε παγωτό ξυλάκι έναντι ενός αυγού. Αργότερα, ερχόταν ένας από τα Νέα Μουδανιά με ποδήλατο – καροτσάκι και πληρωνόταν μόνο με χρήματα.
Τα βράδια γινόταν η «βόλτα» μια συνήθεια των κατοίκων όπου όλοι συμμετείχαν ζευγάρια με τα παιδιά τους νέοι και νέες. Περπατούσαν ως ένα ορισμένο σημείο σε ένα κεντρικό δρόμο (το χειμώνα στον κεντρικό του χωριού ενώ το καλοκαίρι στην παραλία) και μετά ξαναεπέστρεφαν για πολλές φορές μέχρι να κουραστούν. Στη βόλτα οι κοπέλες φορούσαν τα καλά τους ρούχα και τα παλικάρια με λοξές ματιές τις θαύμαζαν. Έτσι, γινόταν νυφοπάζαρο. Όταν κουραζόταν από τη βόλτα, κάθονταν στην άμμο με τα φαγητά τους. Όλη η παραλία του χωριού γέμιζε με κόσμο.
Μετά το 1960, κάθε Τρίτη στο στρατό πρόβαλαν ταινίες στο σινεμά και μπορούσαν να τις παρακολουθήσουν δωρεάν οι κάτοικοι του χωριού. Πηγαίνοντας στο σινεμά εφοδιαζόταν σπόρια και ξηρούς καρπούς από τον Πέτρο τον Χατζηχαλκιά (Βλάχος) και το γιο του τον Αντωνάκη. Πριν από αυτόν γυρνούσε στο χωριό με καλαθάκι πουλώντας σπόρια ο Βαγγέλης Τσαλδάρης.
Κάποιες φορές, τη δεκαετία του 1970, παρακολουθούσαν και θέατρο από τα μπουλούκια με τους θεατρίνους που έρχονταν στο χωριό και έστηναν αυτοσχέδιες σκηνές. Επίσης στην πλατεία του χωριού έρχονταν οι κουταλιανοί για να κάνουν επίδειξη της δύναμής τους μπαίνοντας κάτω από αυτοκίνητα ή λυγίζοντας σίδερα.
Κάθε Κυριακή όλη η οικογένεια πήγαινε στην εκκλησία. Οι ιερείς του χωριού, κατά διαστήματα, ήταν ο παπα – Νικόλας (Λειβαδιώτης), ο παπα – Κώστας , ο παπα – Γιάννης (Γκότσης) και σήμερα ο παπα-Γιάννης Κοσκινάς. Ήταν σεβάσμια πρόσωπα και όλοι φιλούσαν το χέρι του παπά όταν τον συναντούσαν στο δρόμο. Για να κοινωνήσουν τα παιδιά φιλούσαν πρώτα το χέρι της νονάς, στη συνέχεια της μαμάς και του μπαμπά και ζητούσαν συγχώρεση για τις αταξίες τους. Στην εκκλησία Φωκιανοί ψάλτες ήταν ο Κώστας Κουτσούλης, ο Αριστείδης Παπαδημητρίου, ο Στέλιος Καραδήμος, ο Στέλιος Αλβανός, ο Νίκος Κύρλας και σήμερα ο Νίκος Μαυράκος. Μετά το τέλος της λειτουργίας πήγαιναν σε διάφορα σπίτια για καφέ. Σήμερα ο καφές πίνεται στις καφετέριες του χωριού.
Τα απογεύματα της Κυριακής πήγαιναν για γλυκό στο ζαχαροπλαστείο του κυρίου Νίκου Χατζηδημητρίου (Αιτία) και έτρωγαν τις ορθογώνιες σοκολατίνες και κανταΐφια. Το καλοκαίρι, πήγαιναν στο ζαχαροπλαστείο του Γκεμιτζή στην παραλία.
Για να αντιμετωπίσουν τις αρρώστιες τους είχαν γιατρό τον άνδρα της δασκάλας της Κικής Σταυράκογλου, τον Νίκο Τασόπουλο. Στο χωριό υπήρχε οργανωμένο ιατρείο με γιατρό το Γαρύφαλλο Βασιλικό που ερχόταν από τη Βάλτα, νοσοκόμα την Άννα Καρίνα, τη Βαγγελιώ Γκουμά, μαμή την Καίτη Τζέκη και την Ισμήνη Μιχαηλίδου.
ΣΧΟΛΙΚΗ ΖΩΗ
Από Σεπτέμβριο άνοιγαν τα σχολεία. Τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να φορούν σχολική μπλε ποδιά με άσπρο γιακά, πηλίκιο (καπέλο) τα αγόρια και άσπρη με μπλε κορδέλα τα κορίτσια στα μαλλιά τους. Αργότερα καταργήθηκε το πηλίκιο και η κορδέλα και το 1983 καταργήθηκε τελείως και η ποδιά στα σχολεία.
Τα παιδιά έγραφαν παλιά σε πινάκιο, αργότερα με κονδύλι και μελάνι, με κονδυλοφόρο και πένα και στις μέρες μας με μολύβι και στυλό. Οι πίνακες ήταν στην αρχή μαύροι και στη συνέχεια πράσινη. Πάνω σε αυτούς έγραφαν με κιμωλία. Σήμερα, όταν δεν είναι διαδραστικοί, είναι άσπροι και γράφουμε σε αυτούς με μαρκαδόρους. Τα θρανία ήταν πράσινα και ξύλινα. Το κάθισμα και το τραπέζι ήταν ενωμένα μεταξύ τους.
Οι αίθουσες ζεσταίνονταν με ξυλόσομπες. Όλα τα παιδιά είχαν την υποχρέωση να φέρουν από ένα ξύλο κάθε πρωί για τη σόμπα του σχολείου. Έτσι, εξασφάλιζαν τη θέρμανση.
Στα σχολεία τότε λειτουργούσε και απογευματινή βάρδια και τα μαθήματα γινόταν από τη Δευτέρα ως το Σάββατο. Επίσης για δύο χρόνια (1955-1957), λειτούργησε και νυχτερινό σχολείο.
Οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί και για να επιβάλλουν την τάξη χρησιμοποιούσαν τη «βέργα». Αυτό ήταν ένα ξύλο συνήθως από λυγαριά που τη δοκίμαζαν τις περισσότερες φορές σε αυτόν που την έφερνε. Όποιος συνέχιζε να είναι άτακτος τον τιμωρούσαν με «νηστεία». Τον έκλειναν δηλαδή στο υπόγειο του σχολείου, χωρίς φαγητό και τον ελευθέρωνε ο δάσκαλος το απόγευμα.
Πριν από τις καλοκαιρινές διακοπές γινόταν οι γυμναστικές επιδείξεις στο γήπεδο του χωριού. Η κάθε τάξη παρουσίαζε παιχνίδια και χορούς. Διευθυντές του σχολείου ήταν από το 1925 και μετά ο Δούκας Γεώργιος, ο Πέγιος Ιωάννης, Σταυράκογλου Κυριακή, Παραθυράς Ξενοφών, Μπαρή Ευαγγελία, Κοντός Δημήτριος, Γαβανάς Χρήστος, Βαμβακάς Αστέριος, Εμμενίδης Χρήστος και σήμερα η Καραβά Τριανταφυλλιά.
Τα παιδιά όταν τελείωναν το δημοτικό σχολείο συνήθως δεν συνέχιζαν τις σπουδές τους. Μόνο λίγα άτομα εγγράφονταν στο γυμνάσιο της Βάλτας, όπου πηγαινοέρχονταν μία φορά την εβδομάδα με τα πόδια. Όταν έφευγαν από το σπίτι τους, γέμιζαν τα καλάθια τους με τα φαγητά της εβδομάδας.
Πολλοί λίγα άτομα περνούσαν τότε στο Πανεπιστήμιο. Αργότερα, αυξήθηκαν τα παιδιά που ήθελαν να σπουδάσουν και πήγαιναν στο εξατάξιο Γυμνάσιο των Νέων Μουδανιών. Από το 1980 και μετά φοιτούσαν πάλι στο Γυμνάσιο – Λύκειο της Βάλτας. Το 2006 έγινε γυμνάσιο στη Νέα Φώκαια και τα παιδιά σήμερα φοιτούν στο χωριό τους.