ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΠΑΛΑΙΑΣ ΦΩΚΑΙΑΣ
Α
αγάς = αφέντης
ακουμπέτι = τέλος πάντων
αμάν = αγανάκτηση
αμανάτι = ενέχυρο
ανάριος= αραιός
αντέτι = έθιμο, συνήθεια
αντρέ = σαλόνι
αραμπάς = το κάρο
αφερίμ = μπράβο
αφκεμε = άφησέ με
αχμάκης = χαζός
Β
βαπόρι = καράβι
βερχανές= στοά
βουρλίζομαι = τρελαίνομαι
βρώση = καλό φαγητό
Γ
γεμεκλίκια = τρόφιμα παντός είδους
γιαβάς – γιαβάς= σιγά – σιγά
γιαβρίμ= μικρό παιδί
γιαγκίνι = φωτιά, πυρκαγιά
γιάδεγιά=κοίτα
γιαλός= θάλασσα
γιαμπάς = ξύλινο δεκράνι
γιαρμάς = φρούτο
που μοιάζει με ροδάκινο ή το άλεσμα από το κριθάρι, σιτάρι ή καλαμπόκι
γιαταχανές = υπνοδωμάτιο
γιουκλούκ = τα ρούχα που έβαζαν πάνω στο μπαούλο και τα σκέπαζαν ( παπλώματα – κουβέρτες).
γκόιντισα = κουράστηκα
γκεβγκίρα= βαθιά κουτάλα
γκελ – μπουρντάν = έλα μέσα
γούρνα = νεροχύτης
Δ
δεξίμι = δώρο
Ζ
ζα = ζώα
ζαϊρέδες = προμήθειες
ζακόνι = συνήθεια
ζαμάνια=πολλά χρόνια
ζαντός = ελαφρός στο μυαλό, τρελός
ζευγάς= ο γεωργός που οργώνει χρησιμοποιώντας τα ζώα
ζευζέκης = ξεροκέφαλος
ζουρνάρι = ζώνη
Η
ήβη= αμάν (επιφώνημα)
ήρταν = ήρθαν
ηύρε = βρήκε
ήψα = άναψα
Θ
θα προκάμει= θα προφτάσει
θαραπαγή = θεραπεία
θιμαίνομαι= θαυμάζω
θροφή = τροφή
Κ
Καλέ = προσφώνηση γυναικών
καλμπούρ = σκεύος για
να τρίβουν τον τραχανά,κόσκινο
καλύβα = σπίτι
κάμαρα= δωμάτιο
καμιζόρα = ρόμπα
καντάρι = ζυγαριά με δύο δίσκους που ζύγιζαν τις οκάδες
καπάρο = προκαταβολή
καπίρα= ψωμί ψημένο στην πυράδα του τζακιού
καπλαντίζω = ράβω το σεντόνι στο πάπλωμα
καπηλειό = καφενείο
καρασουλούκ= νερά που βγαίνουν από τη γη
καριόλα = κρεβάτι
καρπέτα = χαλί
καρσί = απέναντι
κατηχίζουσιν= κατήχηση
κελεπούρι = ευκαιρία
κεντί = απόγευμα
κιαπέ=μετά
κιεφτέδα= κεφτές
κιλίμι= χαλί
κιότεψα= δείλιασα
κισμέτ = πεπρωμένο
κοϊντίζω = έρχομαι στα μεράκια
κοϊτί = απάνεμο σημείο
κολάει= ευκολία
κομματάκι = λιγάκι
κοπάνα = σκάφη
κορίτα = βάρκα πλατιά χωρίς καρίνα
κοτζάμ= ολόκληρος
κουβαρντάς = ανοιχτοχέρης
κουλάδες = αγροτόσπιτα, διώροφα πέτρινα σπίτια εξοχικά στα αμπέλια τους
κουλουπάκι= χερουλάκι
κουμάρα= κανάτα
κουρελού= το χαλί που φτιάχνεται
από κουρέλια
κουρίτα= βάρκα
κουρσούμ= βαρύ
κουφέτες= κουφέτα
κρέβαθο = κρεβάτι
Λ
Λαλέδες=παπαρούνες
λισγάρ = δίχαλο που σκάβουν
λουκάντα = εστιατόριο
λουτουρμάς = γλέντι που έκανε η νύφη
με τους συγγενείς της πριν το γάμο
Μ
μαμαζάδες = παπούτσια
μανίζω= θυμώνω
μαντάτο = μήνυμα
μασιά = τσιμπίδα
μαστραπάς= ποτήρι
ματογυάλια= γυαλιά
ματσόβεργα= πλάστης
μαχαλάς = γειτονιά
μεϊντάνι = πλατεία
μη χορατεύεις = μη μιλάς
μιντέρι = ντιβάνι
μιντζιλίς= συμβόλαιο
μουσαφίρης= επισκέπτης
μπαϊλντίζω = εξαντλούμαι από κόπο ή από στενοχώρια
μπαϊράκι= αέρας, μαντίλι
μπακράτσι = είδος κατσαρόλας με χερούλι
μπαλάδια= πάνινες κούκλες, κομμάτια από πανιά
μπαλτάς= τσεκούρι
μπαξίσι = φιλοδώρημα
μπαρμούλα = μαντίλα
μπασάκ = ο καρπός
που έμενε στο χωράφι
μπατζανάκι= συγγενείς
μπαχτσές = κήπος, περιβόλι
μπεζντερμές = πιτάκι ψωμένιο
μπερεκιέτ= αφθονία
μπερντές= κουρτίνα
μπλίρες= χρυσές κλωστές του γάμου
μποξαλίκια = δώρα
μπόξις = είδος τάπερ
μποστάν – ποπόν = κτήμα που έχει φυτεμένα καρπούζια και πεπόνια
μπουζ = κρύο
μπουνταλάς = χαζός
μπουντάντισα = ασχολήθηκα
μπουρνέλα= κορόμηλο, ερίκι, αβράμηλο
μποχτσάς = μπόγος με ρούχα
Ν
νενέ = γιαγιά
νιούτσικος = νέος
νίψιμο = πλύσιμο
νους = μυαλό
νταβαντούρι= φασαρία
νταβάς = ταψί
νταϊρές = ντέφι
νταμ = στάβλος
ντέρτι = καημός
ντιβανές= ανόητος
ντιβάνι = κρεβάτι
ντιγιρμί= τετράγωνο
ντολμές= άνθρωπος που τη μια λέει άλλα και την άλλη άλλα
ντορβάς = σάκος
ντουγέν = ξύλο με πέτρες
που αλώνιζαν τα στάρια
ντουγρού= ίσια, ευθεία
ντουμάνι = σκόνη
Ξ
Ξυμνώνομαι = ξεντύνομαι, ξεγυμνώνομαι
Ο
οντάς= δωμάτιο υποδοχής
ορμάν και μπαμπού =τουρλού
ορμηνεύω= συμβουλεύω
Π
πάγαιναν = πήγαιναν
πάλε = πάλι
παράδες= χρήματα
παρασιά = τζάκι
παρασόλ = ομπρέλα
πατατούκα = παλτό
πεσβάντης = φύλακας, φρουρός
πεσκέσι = δώρο πολύτιμο
πεσκίρ= πετσέτα
πουλούκ= παλούκι
προσκέφαλο = μαξιλάρι
προστομούνι = ποδιά
Ρ
ρεζιλίκια= ντροπές
ρεμπούμπλικο = καπέλο
ριτζάδες = ικεσίες
Σ
σάγια= αυλή με σκεπή, αίθριο
σάλια μπάλια και αφρογαλιές = λες
χαζομάρες
σαλιάγκοι = σαλιγκάρια
σαματάς = φασαρία
σαμπάλια = πρωί
σβηστήρι = γόμα
σεκλέτι = λύπη
σεντούκι = μπαούλο
σεριάνι = κάνω βόλτα
σερσέμης = χαζός
σινί = μεγάλο ταψί
σοκάκ σοκουριέζη= γυναίκα που
γυρίζει στους δρόμους
σοκάκι= στενό δρομάκι
σον = φτάνει
σουλαντίζω= καταβρέχω
σουρέλο = παντελόνι
σουρουτσέκι= πανί που στράγγιζαν το τυρί
σουσάτε= σωπάστε
σοφράς = χαμηλό τραπέζι
στλιάρι= ξύλο που στηρίζει την τσάπα
σώματι = σώμα
Τ
ταμ καράρ= ότι πρέπει
ταμάμ = εντάξει
ταχιά = αύριο
τέζερι = κατσαρόλα
τελάλης= αυτός που ανακοινώνει τα νέα του χωριού
τεπές= ύψωμα
τεφαρίκι= εγγυημένο
τζεμπεντέν=μπρίκι
τζεμπέρι = μαντίλι
που φορούσαν στο κεφάλι
τζιέρι= εντόσθια, προσφιλής προσφώνηση για κάποιον που αγαπάμε πολύ
τι χαλεύεις= τι θέλεις
τουλπάνι = μαντίλα
τουπελέκ= τουμπερλέκι
τραγιάσκα= είδος καπέλου
τσαΐρι= επίπεδο ανοιχτό μέρος
τσαρούχια= παπούτσια
τσατάλι = δίχαλο
τσενιές= σαγόνι
τσι = της
τσι Φώκιες= στις Φώκιες
τσόκαρα= παντόφλες
τσουβάλι = σακούλα
τσόχτισε = ξέσυρε το χώμα
τσουκάλι = βαθιά κατσαρόλα
τσουλάκι = κουρελού
τσουπένια= παλαμάκια
Φ
φοσάκ= φωτάκι
φουρκαλιά = σκούπα
Χ
χαζούρα= χαζός
χαΐρογλα = τι κάνεις
χαράρια = μεγάλα σακιά
χλιάρι = κουτάλα
χόβολη = στάχτη
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΠΑΛΑΙΑΣ ΦΩΚΑΙΑΣ
ΦΑΓΗΤΑ
Αραντό
Αυγά με σάλτσα
Γιαπράκια ή γιαλαντζί
ντολμαδάκια
Γιοφκάδες
Γκιουζλεμέδες
Ιμάμ μπαϊλντί
Καβουρμά
Κατσαμάκι
Κατίκι
Κατιμέρια
Κεφτέδες
Κιοσκέκι
Κουσκούς
Λουλούδια κολοκυθοανθού
Μπομπότα
Μπουρέκι
Ντας κεμπάπ
Ρεβυθοπίλαφο
Σιχτίρ πιλάφι
Σουτζουκάκια
Συρτά μακαρόνια
Τζιγεροσαρμάδες
Φάβα
Φιδέ
ΓΛΥΚΑ
Αμυγδαλωτά
Αυγοκαλάμαρα
Μουσταλευριά
Νισεστεδένιος χαλβάς
ή γκουά
Παστέλι
Πελτές
Πετιμέζι
Ρετσέλι
Σαρίκια
Σερμπέτι
Τηγανίτες
Φοινίκια
Χαλβάς σιμιγδαλένιος